-
1 заболевание
заболевание с 1) η αρρώστια, η ασθένεια 2) (болезнь ) η νόσος инфекционное \заболевание η μολυσματική νόσος* * *с1) η αρρώστια, η ασθένεια2) ( болезнь) η νόσοςинфекцио́нное заболева́ние — η μολυσματική νόσος
-
2 заболевание
η νόσος, το νόσημα, η αρρώστια, η ασθένεια, грибковое - η μυκητίασηдекомпрессионное тех. - αποσυμπίεσηςинфекционное мед. - λοιμώδης -, μεταδοτική -профессиональное мед. - επαγγελματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заболевание
-
3 инфекционный
инфекционн||ыйприл μολυσματικός, λοιμώδης:\инфекционныйое заболевание τό λοιμώδες νόσημα, ἡ μολυσματική ἀρρώστεια. -
4 инфекция
инфекцияж ἡ μολυσματική ἀσθένεια, ὁ λοιμός. -
5 очаг
оча́гм1. ἡ ἐστία, τό τζάκι·2. перен (рассадник, источник) ἡ ἐστία:\очаг зари́-зы ἡ μολυσματική ἐστία, ἡ ἐστία μολύνσεως· ◊ домашний \очаг ἡ ἐστία, ἡ οἰκο-γενειακή ἐστία. -
6 infection
[-ʃən]1) (the process of infecting or state of being infected: You should wash your hands after handling raw meat to avoid infection.) μόλυνση2) (a disease: a throat infection.) μόλυνση,μολυσματική αρρώστια -
7 инфекция
[ινφιέκτσυγια] ουσ. θ. μολυσματική -
8 инфекция
[ινφιέκτσυγια] ουσ θ μολυσματική -
9 заразительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. μολυσματικός, μεταδοτικός, κολλητικός•-ая болезнь μολυσματική νόσος.
2. μτφ. μεταδοτικός•заразительный пример μεταδοτικό αρνητικό παράδειγμα•
заразительный смех μεταδοτικό γέλιο.
-
10 заразный
επ., βρ: -зен, -зна, -оμολυσματικός, μεταδοτικός, κολλητικός•-ая болезнь μολυσματική νόσος.
|| των μολυσμένων•-ое отделение τμήμα μολυσμένων.
|| ως ουσ. μολυσμένος.
См. также в других словарях:
έκθυμα — Μολυσματική πάθηση του δέρματος, η οποία προκαλείται από στρεπτόκοκκους και προσβάλλει συνήθως εξασθενημένους οργανισμούς. Το έ. εντοπίζεται κυρίως στις κνήμες και εκδηλώνεται, αρχικά, με τη δημιουργία μίας φυσαλίδας, με πυώδες ή πυσαιματηρό… … Dictionary of Greek
έκτη νόσος — Μολυσματική νόσος, που χαρακτηρίζεται από εξάνθημα και πυρετό και η οποία εκδηλώνεται σε βρέφη 6 μηνών έως 2 ετών και, σπανιότερα, σε βρέφη 2 μηνών και παιδιά 13 έως 14 ετών. Διαρκεί έως τέσσερις ημέρες … Dictionary of Greek
κηρίο, μολυσματικό — Μολυσματική δερματική πάθηση που προκαλείται από πυογόνους κόκκους (στρεπτόκοκκοι και σταφυλόκοκκοι). Εκδηλώνεται αρχικά με μικρές κοκκινωπές κηλίδες, που γρήγορα εξελίσσονται σε φλύκταινες με πύον, οι οποίες σπάνε και δημιουργούν εφελκίδες… … Dictionary of Greek
επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… … Dictionary of Greek
περιπνευμονία — και περιπλευμονία και περιπλεμονία, η, ΝΑ / ιων. τ. περιπλευμονίη Α λοίμωξη τών πνευμόνων νεοελλ. 1. ιατρ. παλαιότερη ονομασία τής πνευμονίας 2. (κτην.) φλεγμονή τών πνευμόνων 3. φρ. α) «μολυσματική περιπνευμονία τών βοοειδών» (κτην.) φλεγμονή… … Dictionary of Greek
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
άχωρ — Είδος δερματομυκητίασης που οφείλεται στον μύκητα αχόριο του Schonlein. Προσβάλλει τον άνθρωπο και ιδιαίτερα τα παιδιά, καθώς επίσης και ορισμένα ζώα (άλογα, κουνέλια κ.ά.). Είναι νόσος μεταδοτική και μπορεί να εξαπλωθεί γρήγορα αρχίζοντας από το … Dictionary of Greek
αγαλακτία — Παθολογικό σύμπτωμα σε άρρωστα γαλακτοφόρα ζώα και στον άνθρωπο. Υπάρχουν διάφορα αίτια που μπορεί να κάνουν τους μαστούς να μην εκκρίνουν γάλα (εξάντληση του οργανισμού από μακρόχρονες αρρώστιες ή από δηλητηρίαση κλπ.). Στα πρόβατα και τα γίδια… … Dictionary of Greek
εμπυοφύτης — και πυοφύτης, ο ιατρ. δερματική μολυσματική ασθένεια που αναπτύσσεται κυρίως στο κεφάλι τών παιδιών και προέρχεται από συνδυασμό στρεπτόκοκκου με σταφυλόκοκκο … Dictionary of Greek
κασίδα — και κασσίδα και κατσίδα, ἡ (Μ κασ[σ]ίδα) κοινή ονομασία τής νόσου αχώρ ή άχωρ, μολυσματική αρρώστια τού τριχωτού τού δέρματος τού κεφαλιού νεοελλ. φρ. α) «το γαρούφαλο στ αφτί κι η κασίδα στην κορφή» για φτωχούς που ζητούν μεγαλεία β) «τόν τρώει… … Dictionary of Greek
κρούσμα — το (AM κροῡσμα, Α και κροῡμα) [κρούω] νεοελλ. 1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας») 2. καθεμιά από τις παραβάσεις τού… … Dictionary of Greek